- ιζάνω
- (ΑΜ ἱζάνω, Α και αιολ. τ. ἱσδάνω)νεοελλ.κατακαθίζωαρχ.1. βάζω κάποιον να καθήσει, τοποθετώ, εγκαθιστώ, καθίζω2. ιδρύω3. (αμτβ.) κάθομαι, καθίζω τον εαυτό μου4. (για το έδαφος) κατακαθίζω, καθιζάνω («ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον»).[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. ἵζω, με επίθημα -άνω (πρβλ. λαμβ-άνω, μανθ-άνω)].
Dictionary of Greek. 2013.